κυριωτέρᾳ — κῡριωτέρᾱͅ , κύριος having power fem dat comp sg (attic doric aeolic) κῡριωτέρᾱͅ , κύριος having power fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυριώτερα — κῡριώτερα , κύριος having power neut nom/voc/acc comp pl κῡριώτερα , κύριος having power neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… … Dictionary of Greek
πλατυσμός — ο, ΝΜΑ [πλατύνω] πλάτυνοη, εύρυνση μσν. μτφ. ευρύτητα («καὶ ὁ πλατυσμὸς καὶ τὰ κυριώτερα μέρη ταύτης, τῆς σχεδὸν ἀπείρου ἀρχῆς», Καισάρ. Δαπ.) αρχ. 1. ευρύς, ανοιχτός χώρος («καὶ ἐξήγαγε με εἰς πλατυσμόν», ΠΔ) 2. μτφ. καύχηση, κομπορρημοσύνη … Dictionary of Greek